ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ενα κοινωνιολογικό μοντέλο κατανόησης της θρησκευτικότητας

CULTURE & SCIENCE

Irreligious

Η έννοια της θρησκευτικότητας

Η θρησκευτικότητα μπορεί να οριστεί ως η προσκόλληση σε ένα σύνολο πεποιθήσεων, πρακτικών και τελετουργιών που επικεντρώνονται γύρω από μια ανώτερη δύναμη ή πνευματική δύναμη. Είναι μια βαθιά προσωπική εμπειρία που μπορεί να προσφέρει στα άτομα μια αίσθηση νοήματος, σκοπού και σύνδεσης με τον κόσμο γύρω τους.

Ο jorg Stolz διατύπωσε ενα κοινωνιολογικό μοντέλο συμπεριληπτικής κατανόησης το φαινομένου της θρησκευτικότητας, που στηρίζεται στην κατασκευή ενός μηχανισμού " κοινωνικής αιτιότητας" προκειμένου να ερμηνευτεί η δομή της θρησκευτικής πράξης και συμπεριφοράς ( Stolz, 2009:347). Το σχήμα, η πατρότητα του σχεδίου που οφείλεται στον Hartmut Esser, επιχειρεί να μελετήσει τα γενικότερα "μακρο-φαινόμενα" και όχι τις μεμονομένες πράξης ενός ατόμου, προκειμένου να εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών ομάδων στα επίπεδα θρησκευτικότητας. Αυτό το σχήμα δεν αναιρεί ότι τα μακρόφαινόμενα προκύπτουν απο την συνάθροιση της δράσης των ατόμων, οι οποίες ειναι "λογικές" και μπορει να έχουν τη μεγιστη χρησιμότητα για τον ανθρωπο, αλλά λαμβάνει υπόψην τον περιορισμό ότι και τα άτομα έχουν περιορισμένη ικανότητα υπολογισμού η ερμηνείας της πραγματικότητας αλλά & την επιρροή των πολιτισμικών & θεσμικών παραγόντων στη επιλογή της δράσης.

Μεταφέροντας το επεξηγητικό αυτό σχήμα στη θρησκεία, ο Stolz θεωρεί ότι οι μακρο-ιδιότητες της κοινωνίας καθώς και οι εξωτερικοί όροι μιας κατάστασης που επιδρούν στον προσδιορισμό της θρησκευτικότητας, διαμορφώνονται από τους πέντε επικρατέστερους μηχανισμούς:

α) "Στερηση"  Με τον όρο Στέρηση ορίζεται η κατάσταση εκείνη, σύμφωνα με την οποία το κάθε άτομο δεν είναι ικανό να ικανοποιήσει μία ή περισσότερες ανάγκες του. Κατά συνέπεια, κοινωνικές ιδιότητες, όπως το υψηλό ή χαμηλό επίπεδο της παροχής υλικών αγαθών, η απουσία ή η παρουσία κράτους πρόνοιας, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία ιατρικής φροντίδας και πολιτικής ή νομικής προστασίας και ασφάλειας, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι επηρεάζουν τα επίπεδα θρησκευτικότητας, επειδή η θρησκεία ενδεχομένως αναπληρώνει σε ορισμένο βαθμό αυτή τη στέρηση. Αυτό συντελείται μέσα από την παροχή εξηγητικών σχημάτων της στέρησης, όπως π.χ. η θεολογική ερμηνεία της θεοδικίας, η ενσωμάτωση των μελών που υφίστανται τη στέρηση στο τελετουργικό τυπικό και στους θρησκευτικούς κανόνες συμπεριφοράς, καθιστώντας τη βάσανο περισσότερο ανεκτή και καλλιεργώντας παράλληλα την ελπίδα για το μέλλον

β) "Ρυθμιση" . Η ρύθμιση αποτελεί έναν δεύτερο εξωτερικό μηχανισμό που επιδρά στον προσδιορισμό της θρησκευτικότητας, ο οποίος συνίσταται στους τρόπους με τους οποίους το κράτος ή οι κοινωνικές ομάδες επηρεάζουν τις ατομικές ή τις συλλογικές δράσεις, μέσα από τους επιβεβλημένους κανόνες και ρόλους.

 Η προσφορά ενός "θρησκευτικού προϊόντος" αποτελεί συνέπεια σε ορισμένες περιπτώσεις κανόνων κρατικής ρύθμισης, οι οποίοι μπορούν να ευνοούν κάποιες θρησκευτικές ομάδες, έναντι κάποιων άλλων. Η ύπαρξη επίσης κρατικής θρησκείας μπορεί να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, η κρατική ρύθμιση μπορεί να μην ευνοεί ή ακόμη και να παρεμποδίζει τη δημόσια παρουσία κάποιων θρησκειών ή να παρέχει προνόμια στις επίσημα αναγνωρισμένες θρησκείες, έναντι των υπολοίπων

γ) Η κοινωνική παραγωγή της κουλτούρας επηρεάζει επίσης το επίπεδο θρησκευτικότητας μιας κοινωνίας. Έτσι, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις γίνονται περισσότερο πειστικές σε μια κοινωνία, η οποία περιβάλλεται από τη θρησκευτική κουλτούρα, η αναπαραγωγή της οποίας υλοποιείται μέσα από κοινωνικά υποσυστήματα, όπως τα μέσα, την ατομική επικοινωνία, την κοινωνική διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, της επιστήμης κ.ά. Αντίθετα, σε κοινωνίες οι οποίες έχουν υιοθετήσει μια περισσότερο εκκοσμικευμένη κουλτούρα είναι πιθανό τα άτομα να αποφεύγουν τις θρησκευτικές ερμηνείες της πραγματικότητας και να προτιμούν τις κοσμικές ή επιστημονικές αιτιολογήσεις.

δ) Η εθνική και πολιτισμική διαχείριση της ταυτότητας συνίσταται στην κατασκευή του εαυτού από άτομα και κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένου και του συνόλου των σχέσεων (κανόνες, αξίες κ.ά.) που διαμορφώνονται μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους. Η ταυτότητα έχει επίσης εθνικά χαρακτηριστικά, στον βαθμό που ενσωματώνει στοιχεία, όπως την κοινή γλώσσα, τον πολιτισμό, την υπηκοότητα ή την θρησκεία. Με την έννοια αυτή η θρησκευτικότητα ή η θρησκεία γίνονται ισχυρές εκεί που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, προκειμένου να συντηρηθούν ή να υπερασπιστούν εθνικές ή πολιτιστικές ταυτότητες

ε)Ένας άλλος, επίσης, μηχανισμός που επιδρά στη διαμόρφωση της θρησκευτικότητας αποτελεί η κοινωνικοποίηση, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως εθελοντική ή ακούσια διαδικασία αλληλεπίδρασης, μέσω της μετάδοσης και της μάθησης κανόνων, αξιών, συμπεριφορών, πείρας, νοημάτων και ταυτότητας, που τα άτομα μπορούν να ενσωματώσουν και να εσωτερικεύσουν. Η κοινωνικοποίηση αποτελεί για την πρώιμη παιδική ηλικία μια διαδικασία, η οποία στηρίζεται περισσότερο στους γονείς και στην ενσυνείδητη ή ασυνείδητη μεταβίβαση στα παιδιά τους των προσωπικών τους θρησκευτικών προτιμήσεων, πεποιθήσεων και πρακτικών. Έτσι, έχει αποδειχτεί ότι υψηλός βαθμός θρησκευτικότητας των γονέων οδηγεί κατά μέσο όρο σε υψηλή θρησκευτικότητα των παιδιών

Οι παραπάνω αναφορές αποτελούν τους εξωτερικούς όρους μιας κατάστασης σύμφωνα με το διάγραμμα του Stolz. Ωστόσο, πέρα από τους εξωτερικούς όρους μιας κατάστασης υπάρχουν και οι εσωτερικοί όροι, όπως οι πεποιθήσεις, οι προτιμήσεις και η ταυτότητα του ατόμου.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η δημιουργία των παραπάνω τυπολογιών της θρησκευτικότητας συνδέθηκε αφενός με την ανάδειξη εμπειρικών κριτηρίων μέτρησης της θρησκευτικής συμπεριφοράς και αφετέρου με την κατανόηση της λειτουργίας της. Τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αναμφίβολα θρησκευτικά, ενώ οι ερμηνευτικοί μηχανισμοί συνδέθηκαν αρχικά με τη θρησκευτική κατανόηση της θρησκείας.

Θεωρούμε ότι η μελέτη της θρησκευτικότητας στο πλαίσιο της κοινωνιολογικής επιστήμης ξεπερνά κατά πολύ τα παραδοσιακά μοτίβα. Τα πλεονεκτήματα της κοινωνιολογικής ερμηνείας της θρησκευτικότητας, επειδή είναι εμπειρικά ελέγξιμα είτε μέσω ποσοτικών είτε ποιοτικών μεθόδων, δεν οδηγούν σε γενικές θεωρίες που έχουν αποκλειστικό χαρακτήρα, αλλά μπορούν να κατανοούν, να περιγράφουν, να αναλύουν και, φυσικά, να διορθώνουν συνεχώς τις αρχικές υποθέσεις εργασίας.

Αποσπάσματα απο το βιβλίο: "Κοινωνιολογία της θρησκείας μεταξύ εκπαίδευσης & κοινωνίας" του Πολύκαρπου Καραμούζη